- ὄρυξ,-ῦγος
- ὁ N 3 1-0-0-0-0=1 Dt 14,5kind of gazelle, sable antelope
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
όρυξ — ο (Α ὄρυξ, υγος και κατά τον Ησύχ. ὄρυγξ, υγγος) αντιλόπη τών ερημικών περιοχών τής Αφρικής και τής Αραβίας, που ονομάστηκε έτσι από τα μακριά και αιχμηρά κέρατά της («μονόκερων δὲ καὶ δίχηλον ὄρυξ», Αριστοτ.) αρχ. 1. είδος αιχμηρού σιδερένιου… … Dictionary of Greek
ορύγιον — ὀρύγιον, τὸ (ΑΜ) [όρυξ, υγος] (υποκορ. τού ὄρυξ) είδος σκαπτικού εργαλείου, σκαπάνη … Dictionary of Greek